πεποιηκέναι

πεποιηκέναι
ποιέω
make
perf inf act

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • пересолити — ПЕРЕСОЛ|ИТИ (1*), Ю, ИТЬ гл. Пересолить, посолить слишком много: или повари безѹмны су(т), || иже пересоливъше брашно и рекѹть много бо соли ѹ на(с) ѥ(с)ть. (ἁλμυρὰ… πεποιηκέναι) Пч н. XV (1), 115–115 об …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • μισθοφορία — μισθοφορία, ἡ (Α) [μισθοφόρος] 1. (ιδίως για στρατιώτες) έμμισθη στρατιωτική υπηρεσία 2. μισθοφορά* («ἀκούω Περικλέα πεποιηκέναι Ἀθηναίους ἀργούς... εἰς μισθοφορίαν καταστήσαντα», Πλάτ.) …   Dictionary of Greek

  • υπόχρεος — η, ο / ὑπόχρεος, ον, ΝΑ, και υπόχρεως Ν, και ὑπόχρεως, ων, Α νεοελλ. 1. αυτός που έχει υποχρέωση να κάνει κάτι 2. αυτός που οφείλει ευγνωμοσύνη σε κάποιον, υποχρεωμένος («σού είμαι υπόχρεος για την εξυπηρέτηση που μού έκανες») 3. (νομ.) αυτός που …   Dictionary of Greek

  • ύλη — Στην ευρεία έννοια, ύ. είναι καθετί που γίνεται αντιληπτό από τις αισθήσεις μας ή, πιο γενικά, καθετί που μπορεί να μετρηθεί με οποιοδήποτε όργανο μέτρησης. Στη στενή έννοια, ύ. και μάζα ταυτίζονται: ακριβέστερα, ύ. είναι καθετί που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”